Στην Τόνια
.
ΤΙΘΑΣΕΥΣΕ ΤΟ ΦΟΒΟ ΣΟΥ, είπε το μυαλό στη καρδιά μου, δε βλέπεις πως όλα είναι με το μέρος σου; Ο ήλιος λάμπει, ο αέρας είναι δροσερός απ’ το ρουμάνι, τα λουλούδια είναι ανθισμένα, το πάρκο είναι καθαρό και έχει λίγο κόσμο. Το σιντριβάνι δουλεύει ρολόι και τα περιστέρια έχουν σχηματίσει αράδες στα κλαδιά των δέντρων. Άλλωστε και τα ρούχα σου είναι ολοκαίνουργια και το τριαντάφυλλο που κρατάς στο χέρι σου, είναι σαν την τελευταία πινελιά ενός σπουδαίου πίνακα. Σωστό έργο τέχνης! Δεν υπάρχει τίποτα ειδεχθές, τίποτα αποκρουστικό. Όλα είναι τέλεια!
Παρόλο που καταλαβαίνω ότι όλα αυτά είναι τέλεια, παράλληλα νιώθω το χτύπο της καρδιάς μου να αυξάνετε σε γρήγορο τέμπο. Σαν κάποιος ενοχλητικός στο σπίτι σου, που αν δεν του ανοίξεις γρήγορα, αρχίζει να χτυπάει ολοένα και πιο δυνατά την πόρτα.

Η ώρα είναι έντεκα παρά τέταρτο

Το ραντεβού μου είναι στις έντεκα ακριβώς. Εγώ βέβαια βρίσκομαι εδώ από τις δέκα και μισή. Ήρθα λίγο νωρίτερα, μην τυχόν συμβεί τίποτα απρόοπτο στη διαδρομή και καθυστερήσω.
Έχω ραντεβού με έναν άγγελο, έναν άγγελο που σπάνια συναντά κανείς στη ζωή του. Ο άγγελος αυτός έχει το όνομα Ελευθερία. Τον συνάντησα εδώ, σε αυτό εδώ το πάρκο που περιμένω, εχτές στις έντεκα η ώρα.
Όταν την είδα να έρχεται προς το μέρος μου, ένιωσα μέσα μου να σταματούν τα πάντα, ψυχή, καρδιά, μυαλό, πνοή, και ό,τι άλλο κάνουν την ανθρώπινη υπόσταση, να υπάρχει, να είναι ζωντανή. Ήταν λες και κατέβηκε ο γενικός διακόπτης παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Ω! άγγελέ μου! Ω! ερωτά μου! Και έγιναν αυτές οι δυο λέξεις θάλασσα και πνίγηκα μέσα τους μονομιάς. Δε χρειάζεται περιγραφή, δεν χρειάζονται χαρακτηριστικά, δε χρειάζονται σχόλια, δε χρειάζονται λεπτομέρειες, δε χρειάζεται τίποτα να πω γι’ αυτήν! Όποιος έχει δει άγγελο με καταλαβαίνει απόλυτα.
Καθώς με προσπέρασε και βρέθηκε πίσω από τα μάτια και τη πλάτη μου, έσβησε το φως της λάμψης των ματιών της από το πρόσωπο μου, το φως που με είχε τυφλώσει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ξέχασα ό,τι είχα διαβάσει από το βιβλίο που κρατούσα στο χέρι μου. Ήρθαν τα ερέβη μπροστά στα μάτια μου και στήσανε χορό. Ένα κατά λάθος σκούντημα ενός περαστικού με έκανε να συνέλθω.
- Με συγχωρείτε κύριε, είπε.
- Ε;…
- Με συγχωρείτε, επανέλαβε.
- Ναι… εντάξει… δεν πειράζει, είπα.
Και έκανα μεταβολή για να συνεχίσω να βλέπω το όνειρό μου. Εκείνη τη στιγμή είπα στον εαυτό μου: «σύνελθε Νίκο! Σύνελθε! Δεν είναι όνειρο ούτε οφθαλμαπάτη, βλέπεις στα αλήθεια έναν άγγελο». Ο άγγελος, για χρυσή μου τύχη, κάθισε σε ένα παγκάκι για να ξεκουραστεί. Θα πετούσε από την αυγή της ημέρας συνέχεια, σκέφτηκα, και κατέβηκε στη γη να ξεκουραστεί. «Σύνελθε!» είπα ξανά στο εαυτό μου, «σύνελθε!». Δεν είναι όνειρο ούτε οφθαλμαπάτη, είναι ένας άγγελος στη γη!

Η ώρα είναι έντεκα παρά δέκα

Τα πόδια μου έχουν μετατραπεί σε σίδερα χωμένα βαθειά μέσα στο χώμα. Ακόμα και ανεμοθύελλα να ξεσπούσε, ακόμα και το δροσερό αυτό αεράκι να μετατρεπόταν σε κυκλώνα, και δεύτερος κατακλυσμός του Νώε να γινόταν σε αυτό εδώ το πάρκο, το μόνο πράγμα που θα έμενε στη θέση του θα ήμουν εγώ, γιατί περιμένω να έρθει ο άγγελός. Δε φεύγω για τίποτα στον κόσμο.
Καθώς το σώμα μου το τραβούσε ένα αόρατο σχοινί προς το μέρος της, έβγαλε ένα βιβλίο από το κομψό τσαντάκι της που την διακοσμούσαν άσπρα πούπουλα. «Ω! άγγελέ μου», συλλογίστηκα. Μα αμέσως πάλι είπα: «Σύνελθε Νίκο! Σύνελθε! Είναι ένας άγγελος στη γη, μην το ξεχνάς αυτό!». Το αόρατο σχοινί με τράβηξε μέχρι που τελείωσε το καρούλι και εγώ κατέληξα να κάθομαι δίπλα σε έναν άγγελο. Όλη η ενέργεια της γης και του ουρανού εμπλουτισμένες με ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασαν το κορμί μου μέχρι να καταφέρω να αρθρώσω κάποια λέξη, κι όταν ήμουν πλέον έτοιμος, έστρεψα τα μάτια μου προς στα δικά της μα, πριν προλάβω να μιλήσω, μου χαμογέλασε και όλη ηλεκτρική ενέργεια εξαφανίσθηκε, η υπόσταση μου έγινε χώμα και πέρασε μέσα από τις χαραμάδες των σανίδων απ’ το παγκάκι, ώσπου να ξαναστηθεί όπως ήταν πριν.
- Καλημέρα, μου είπε.
- Καλημέρα! είπα γεμάτος κόμπους στο λαιμό μου.
- Δεν είναι όμορφα εδώ;
- Πανέμορφα! Αποκρίθηκα με έναν κόμπο λιγότερο.
Έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα στο πάρκο ξεκινώντας από τα δεξιά προς τα αριστερά, με ένα απαλό, γλυκό χαμόγελο, και με μάτια που έλαμπαν. Η περιήγηση των ματιών της, κατέληξε στα δικά μου, που είχαν μείνει προσκολλημένα επάνω της όλη αυτή τη μεγάλη στιγμή.
- Έχετε ξανάρθει εδώ; Ρώτησα.
- Όχι, είναι η πρώτη φορά. Πρόσφατα μετακόμισα στην πόλη.
- Ήμουν σίγουρος, θα σας είχα προσέξει, ένας άγγελος δεν περνάει ποτέ απαρατήρητος.
Μου χαμογέλασε τόσο γλυκά, που ένιωσα τη καρδιά μου να φτερουγίζει.
- Με λένε Νίκο, είπα.
- Εμένα Ελευθερία, είπε.
- Έχετε χρόνο να κάνουμε έναν περίπατο στο πάρκο; Να δούμε και τη λίμνη με τις πάπιες;
- Θα το ήθελα πολύ, αλλά δυστυχώς πρέπει να φύγω. Έχω αρκετές δουλειές στο σπίτι που με περιμένουν. Ίσως αύριο, αν μπορείτε και θέλετε κι εσείς;
- Θα το ήθελα πολύ... και μπορώ αύριο.
- Ωραία λοιπόν, την ίδια ώρα;
- Την ίδια ώρα! Χάρηκα πολύ που γνώρισα έναν άγγελο, της είπα.
Το ‘πα! Κι ας ήταν νωρίς, δεν ντράπηκα καθόλου. Εξάλλου, γιατί να αισθάνομαι άσχημα για κάτι που με κάνει να νιώθω όμορφα; Μου χάρισε πάλι αυτό το γλυκό χαμόγελο που φτερουγίζει η καρδιά, που πετάς, που ερωτεύεσαι.
- Καλό απόγευμα, μου είπε και σηκώθηκε απ’ το παγκάκι.
- Επίσης, αποκρίθηκα και σηκώθηκα κι εγώ.
Την έβλεπα να ξεμακραίνει σαν πλοίο. Μακάρι να ήμουν η θάλασσά της, σκέφτηκα.

Η ώρα είναι έντεκα παρά πέντε

Η αγωνία και ο φόβος έχουν συμμαχήσει και σεγοντάρουν μαζί, πότε η μία πότε ο άλλος. Δίνουν ρεσιτάλ στις πιο ψιλές νότες που υπάρχουν επιδεικνύοντας το ταλέντο τους.
Το χθεσινό απομεσήμερο το πέρασα πετώντας στα σύννεφα και στον ουρανό. Πήγα ξανά στο αλσύλλιο το απόγευμα για να μάθω καλά τις δαιδαλώδης διαδρομές που οδηγούν στη λίμνη με τις πάπιες, στα κλουβιά με τις τίγρεις, τις μαϊμούδες που τρώνε ηλιόσπορο, στα σουρικάτα με τις κοφτές και απότομες κινήσεις, στη λίμνη που κάνουν τις ευχές, στο αναψυκτήριο.

Η ώρα είναι έντεκα!

Το αποκορύφωμα τις επίμαχης στιγμής έχει φτάσει, η πεμπτουσία του ραντεβού είναι τώρα, αυτή εδώ η στιγμή. Από στιγμή σε στιγμή θα φανεί και θα μου χαμογελάσει, θα γίνω συντρίμμια και διαμιάς πάλι, θα αναστηθώ. Τελικά το νόημα της ζωή μας μετριέται σε στιγμές.
Μετά το πάρκο πήγα στο σπίτι και έψαχνα τον κατάλληλο συνδυασμό για τα ρούχα που θα φορέσω, όμως μετά από μισής ώρας ανασκαφές στη ντουλάπα κατάλαβα ότι δε μου αρέσει τίποτα! Ευτυχώς που είχα και κάτι οικονομίες, για τις δύσκολες στιγμές, που λένε. Έτσι, λοιπόν, πήγα και αγόρασα καινούργια ρούχα. Άλλωστε ό,τι νέο μπαίνει στη ζωή μας πρέπει να το υποδεχόμαστε με καινούργια πράγματα, έστω και αν αυτά είναι τα ρούχα. Βέβαια, δεν είναι απαραίτητο να είναι πανάκριβα, αρκεί να σου αρέσουν. Ύστερα από μια εξονυχιστική έρευνα αγοράς των ρούχων και χωρίς να νιώσω καμιά απολύτως κούραση, βρήκα στο τέλος αυτό που μου ταιριάζει.

Η ώρα είναι έντεκα και πέντε

Ναι! Να την, έρχεται, αναφώνησα μέσα μου. Μα, όχι, δεν είναι αυτή. Έκανα αργά μια στροφή γύρω από τον εαυτό μου με αργές κινήσεις φοβούμενος μην τυχόν μετακινηθώ από τη θέση μου. Και… να την, ναι! είπα μέσα μου, αυτή είναι! Μα, όχι, δεν είναι αυτή, δεν έχει το χαμόγελο του αγγέλου.
Όταν επέστρεψα στο σπίτι, δοκίμασα πέντε φορές τα ρούχα για να επιβεβαιωθώ ότι μου πάνε, στήθηκα μπρος στο καθρέφτη και με καμάρωνα μόνος μου. Ένιωσα μια απέραντη σιγουριά και ταραχή συνάμα. Τα έβγαλα και τα έπλυνα προσεχτικά, μην τυχόν γίνει κανένα ατύχημα και τα άπλωσα επίσης προσεχτικά. Ο καιρός ήταν με το μέρος μου. Φυσούσε ελαφρύ, ζεστό αεράκι, σαν χάδι, και αυτό σήμαινε ότι το πρωί θα είναι έτοιμα. Όντως το πρωί ήταν έτοιμα. Τα σιδέρωσα με προσοχή και έκανα την τελευταία πρόβα. Φρεσκοξυρίστηκα, αρωματίστηκα, όλα ήταν τέλεια! Στις δέκα το πρωί ήμουν στην πένα Και τώρα να ‘μαι! Βρίσκομαι εδώ με τα πόδια χωμένα βαθειά στη γη γεμάτος χαρά.

Η ώρα είναι έντεκα και δέκα
Ναι! Ναι! έρχεται! Συνέχιζα να λέω. Αυτή είναι στα σίγουρα! Μα όχι, δεν είναι, αυτή δεν έχει ούτε το χαμόγελο ούτε τη λάμψη του αγγέλου. Ο χρόνος αρχίζει να γίνεται βασανιστικός, λες και υπάρχει χρόνος… εγώ όμως βασανίζομαι. Ναι! Ναι! Ναι! Ξανά ήχησα μέσα μου, αυτή τη φορά σίγουρα δεν κάνω λάθος, αυτή είναι, κόβω και κεφάλι μου! Μα δυστυχώς και πάλι, δεν ήταν αυτή. Η ανυπομονησία και η μεγάλη επιθυμία σε κάνουν να βλέπεις πράγματα που δεν υπάρχουν.

Η ώρα είναι έντεκα και τέταρτο

Η αγωνία μου έγινε βουνό και εγώ κουρασμένος ορειβάτης, στην άφιξη του αγγέλου. Ο φόβος μου άρχισε να αντικαθίσταται από τη θλίψη.

Η ώρα είναι έντεκα και είκοσι

Τώρα περιμένω περισσότερο από πότε να έρθει ο άγγελός μου. Όμως καμιά δεν της μοιάζει, καμιά δε μοιάζει στον άγγελο που είδα έχτες. Τα πόδια μου άρχισαν να μετακινούνται σιγά - σιγά από τη θέση τους, έγιναν ευάλωτα στους κραδασμούς της καρδιάς. Ίσως να ήμουν αφελής, σκέφτηκα, ίσως ο άγγελος μου το είπε έτσι για να με αποφύγει, ίσως ήμουν ενοχλητικός. Μα και πάλι, σκέφτηκα, δεν έκανα και δεν είπα τίποτα κακό, τη λίμνη με τις πάπιες τής πρότεινα να δούμε και όταν θα τις βλέπαμε, θα της ζητούσα να γίνει και η γυναίκα της ζωής μου, μόνο. Αν ήθελε να με αποφύγει, θα μπορούσε να το κάνει και με μια απλή δικαιολογία κοιτώντας ψηλά τον ουρανό, όπως ‘’που ξέρεις, μπορεί να ξαναβρεθούμε’’, να με άφηνε έρμαιο στην τύχη, στη μοίρας, που είναι αβέβαιη. Ιστορίες για αρκούδες.

Η ώρα είναι έντεκα και είκοσι πέντε

Τα πόδια μου βγήκαν τελείως από τη γη. Περπάτησα για μερικές στιγμές πάνω κάτω και πάλι πάνω κάτω. Τα βήματα μου στο τέλος με οδήγησαν στο παγκάκι που μου πρωτομίλησε ο άγγελος. Πόσο μεγάλη θλίψη ένιωσα! Αδύναμος μπροστά στην επιθυμία μου, που δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, ακούμπησα το τριαντάφυλλο στη θέση της κι έγειρα το πρόσωπο μου μέσα στις χούφτες των χεριών μου. Ένα δάκρυ κύλισε μέσα από τα δάχτυλα μου.

Η ώρα είναι έντεκα και μισή

Την καρδιά μου τώρα την περιβάλει απέραντη στενοχώρια. Μια μεγάλη λαχτάρα καταβάλει τη ψυχή μου, να αντικρίσω ξανά την εικόνα του αγγέλου. Απρόσμενα, ακούω μια φωνή γεμάτη συγνώμη…
- Καλημέρα.
Σηκώνω τα μάτια μου να δω την αλήθεια και με τυφλώνει άπλετο φως!